Pages

14.8.11

Απίθανο εναντίoν Αβέβαιου εναντίον Αδύνατου

Ένα χαρακτηριστικό του εαυτού μου, που είναι δύσκολο να το περιγράψω, το εξηγώ συνήθως με το παρακάτω παράδειγμα.
Έχω μπόλικη υπομονή ώστε να ψάξω μία βελόνα σε έναν αχυρώνα (το έκανα με ρίμα!). Αλλά δεν έχω καθόλου υπομονή να την ψάξω σε ένα τετραγωνικό μέτρο σκέτου παρκέ, αν δεν είναι σίγουρο ότι είναι πράγματι εκεί. Και, όχι, δεν υπερβάλλω καθόλου με τις αναλογίες.

Στην βεβαιότητα, έχω απίστευτη υπομονή κι επιμονή κι αποφασιστικότητα κι εργατικότητα και τα πάντα. Όποιος με έχει γνωρίσει σε τέτοια πλαίσια, πιστεύει (λανθασμένα, φυσικά!) ότι είμαι πολύ προκομμένος άνθρωπος. Τέτοια περίπτωση ήταν για εμένα το σχολείο και οι Πανελλήνιες, για παράδειγμα. Πέντα πράγματα μας έλεγαν, πέντε πράγματα μας ζητούσαν (ή τουλάχιστον έτσι το βίωνα εγώ).
Όσο και να βαριόμουν ή να μην είχα όρεξη ή να δυσκολευόμουν, ήξερα τι έπρεπε να γίνει και ότι όταν γινόταν αυτό, αρκούσε για να ανταπεξέρχομαι σε μια προφορική ή γραπτή εξέταση. Αυτό το σύστημα, δηλαδή, ήταν για μένα σχεδόν απόλυτα αιτιοκρατικό: ή είχα καταλάβει και τα πήγαινα καλά ή δεν είχα καταλάβει και δεν τα πήγαινα καλά.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο η βεβαιότητα του αιτιοκρατισμού (η ιδανική, δηλαδή, βεβαιότητα) που μου αρκεί. Ακόμα και η βεβαιότητα της ύπαρξης μιας πολύ μικρής πιθανότητας συνήθως μου αρκεί και μου περισσεύει για να προσπαθήσω για κάτι που θέλω.

Στην αβεβαιότητα, όμως, δεν έχω αντοχή. Στο Πανεπιστήμιο, για παράδειγμα, γρήγορα απέκτησα μεγάλη άρνηση για το διάβασμα, γιατί δεν έβλεπα να έχει κάποιο νόημα. Δεν υπήρχε καμία αντιστοιχία μεταξύ του αν και πόσο είχα διαβάσει, αν και πόσο είχα παρακολουθήσει, αν και τι είχα καταλάβει με την απόδοσή μου στις εξετάσεις.

Αυτό το γεγονός το θεωρούσα ανέκαθεν ελάττωμα του χαρακτήρα και ήταν μόνιμος στόχος εσωτερικών πολεμικών επιχειρήσεων, στα πλαίσια μιας συνεχούς προσπάθειας να το αλλάξω. Η αβεβαιότητα είναι αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής και δεν είναι λογικό να μην μπορείς να την αντιμετωπίσεις.
Ωστόσο, κατόπιν διεξοδικής και εξονυχιστικής έρευνας του εαυτού μου, συνειδητοποίησα ότι δεν είναι αποτέλεσμα απλής οκνηρίας, ανώριμης και αντιδραστικής μη αποδοχής της πραγματικότητας και φυγοπονίας, όπως νόμιζα.

Στο παραπάνω παράδειγμα του Πανεπιστημίου, ας πούμε, υπήρξε η στιγμή που αντιλήφθηκα μία σχέση μεταξύ προετοιμασίας και απόδοσης, που όπως αποδείχθηκε ήταν αυτή της αντίστροφης αναλογίας. Είμαι βέβαιη ότι όποιος δεν έχει γνωρίσει τις χάρες της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα δυσκολεύεται να το καταλάβει αυτό. Μην στενοχωριέστε, είναι πραγματικά αξιοπερίεργο και δύσκολο να το συλληφθεί κανείς. Κι εμένα μου πήρε χρόνια, άλλωστε.
Αλλά με κάποιον παράξενο τρόπο, όσο πιο πολύ ασχολείσαι να κατανοήσεις και να μάθεις, τόσο χειρότερα αποδίδεις. Αντίθετα, όσο λιγότερο ασχολείσαι με το να κατανοήσεις και να μάθεις (με προϋπόθεση, βεβαίως, να εστιάζεις στα αισχρά ΣΟΣ, στα απαισίως επαναλαμβανόμενα θέματα προηγούμενων εξετάσεων και στα θέματα που ξεδιάντροπα διαρρέουν μέσω των αξιόμεμπτων από όλες τις απόψεις "παρατάξεων") τόσο καλύτερα αποδίδεις!

Επομένως, όπως είπα και παραπάνω, δεν είναι μόνο η οκνηρία, η ανώριμη και αντιδραστική μη αποδοχή της πραγματικότητας και η φυγοπονία που με κάνουν να καταθέτω τα όπλα μπροστά στην αβεβαιότητα. Είναι ότι έχω καεί πολλαπλές φορές στο κουρκούτι μιας αβεβαιότητας που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι έκρυβε μία αδυνατότητα.
Αυτή η αδυνατότητα μπορεί να υπάρχει και μόνο στα πλαίσια του τρόπου που θέλεις και πιστεύεις ότι έχει νόημα να γίνει κάτι. Δηλαδή, στο παραπάνω παράδειγμα υπήρχε τελικά τρόπος να αποδώσω, αλλά για εμένα ήταν υποτιμητικός και προσβλητικός και απαράδεκτος, γεγονός που πιθανόν να συνέβαλε στην καθυστέρησή μου να τον αντιληφθώ εξ αρχής. Στην ουσία, ήταν μια δυνατότητα που δεν ήταν δυνατή.

Η απιθανότητα, λοιπόν, δεν με πτοεί ιδιαίτερα. Την αβεβαιότητα κανονικά θα μπορούσα και θα έπρεπε να μάθω να την αντιμετωπίζω, αλλά επί του παρόντος με πτοεί και πολύ μάλιστα, καθώς η εμπειρία έχει αποδείξει πόσο εύκολα μπορεί να καλύπτει μία αδυνατότητα και η γνώση της πιθανότητας της αδυνατότητας είναι που με οδηγεί διαρκώς στην αίσθηση της ματαιότητας, η οποία ματαιώνει κάθε όρεξη και δύναμη και διάθεση για προσπάθεια.

Εντούτοις, αποφάσισα συνειδητά να εμπιστευτώ το γιαούρτι και να σταματήσω να το φυσάω. Όχι γιατί έχω την βεβαιότητα ότι δεν θα με κάψει, ούτε γιατί εμπιστεύομαι την πιθανότητα να μην καίει. Αλλά επειδή δεν έχει νόημα να συνεχίσω να ζω απορρίπτοντας τις δυνατότητες τις δικές μου και/ή των... γιαουρτιών, λόγω του φόβου μου για το αδύνατο.

Γιατί αυτό που φοβάμαι πραγματικά δεν είναι το Απίθανο, το Αβέβαιο, το Αδύνατο και -εν τέλει- το Άγνωστο, αλλά το να χάσω μια ευκαιρία εξαιτίας αυτού ή οποιουδήποτε άλλου φόβου.

No comments: